- πολυχρονιώτερα
- πολυχρόνιοςof olden timeneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυχρονιωτέρα — πολυχρονιωτέρᾱ , πολυχρόνιος of olden time fem nom/voc/acc comp dual πολυχρονιωτέρᾱ , πολυχρόνιος of olden time fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτέρας — πολυχρονιωτέρᾱς , πολυχρόνιος of olden time fem acc comp pl πολυχρονιωτέρᾱς , πολυχρόνιος of olden time fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτέραν — πολυχρονιωτέρᾱν , πολυχρόνιος of olden time fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονιωτέραις — πολυχρόνιος of olden time fem dat comp pl πολυχρονιωτέρᾱͅς , πολυχρόνιος of olden time fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)